- δυσαριστοτόκεια
- δυσαριστοτόκεια, η (Α)δύστυχη μάνα άριστου γιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσαριστοτόκεια — unhappy mother of the noblest son fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαριστοτόκειαν — δυσαριστοτόκεια unhappy mother of the noblest son fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσ- — αρχαίο αχώριστο πρόθεμα (πρβλ. αρχ. ινδ. dus , dur , αβ. duš, duž, γοτθ. tuz werjan «αμφιβάλλω», αγγλοσαξ. tor , αρχ. άνω γερμ. zur, αρχ. ιρλ. du , do , αρμ. t ) που ανάγεται σε IE *dus «κακό» (βλ. λ. δεύομαι). Το πρόθεμα με αρχική σημασία «κακό» … Dictionary of Greek